- κοινωνικοποιώ
- προβαίνω σε κοινωνικοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιδιο-ποιῶ, προσωπο-ποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialize].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινωνικοποιώ — κοινωνικοποιώ, κοινωνικοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοινωνικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), κοινωνικοποίησα, κοινωνικοποιήθηκα, κοινωνικοποιημένος, θέτω στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου με κατάλληλη οργάνωση επιχειρήσεις ή τομείς. Oυσ. κοινωνικοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek